-
1 угодить
угожу, угодишьρ.σ.1. ευχαριστώ, ικανοποιώ, ευαρεστώ, κάνω το θέλημα ή το χατήρι κάποιου•на всех не -дишь όλους δεν μπορείς να του ευχαριστήσεις, όλων τα χατή-ρια δεν μπορείς να τα κάνεις.
2. βρίσκομαι κάπου, πέφτω•он -ил в тюрьму αυτός έπεσε στη φυλακή•
лиса -ла в капкан η αλεπού έπεσε στην παγίδα.
|| προσκρούω•в темноте -ил лбом в дверь στο σκοτάδι χτύπησα με το μέτωπο στην πόρτα.
3. πετυχαίνω; πλήττω• χτυπώ•он -ил камнем в стекло αυτός με την πέτρα χτύπησε το τζάμι•
снаряд -ил мост το βλήμα πέτυχε τη γέφυρα.
4. συμπίπτω•он -ил прийти к самому обеду αυτός ήρθε ακριβώς στην ώρα του φαγητού.
εκφρ.угодить на чей вкус – κάνω τα γούστα κάποιου.
См. также в других словарях:
Пушкин, Александр Сергеевич — — родился 26 мая 1799 г. в Москве, на Немецкой улице в доме Скворцова; умер 29 января 1837 г. в Петербурге. Со стороны отца Пушкин принадлежал к старинному дворянскому роду, происходившему, по сказанию родословных, от выходца "из… … Большая биографическая энциклопедия